Σουίδα

Σουίδα
Σουΐδᾱ , Σουΐδας
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Σουΐδᾱ , Σουΐδας
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σουίδᾳ — Σουΐδᾱͅ , Σουΐδας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σουίδας — Σουΐδᾱς , Σουΐδας masc acc pl (doric aeolic) Σουΐδᾱς , Σουΐδας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σουίδαν — Σουΐδᾱν , Σουΐδας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

  • σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

  • Suda — The Suda or Souda ( el. polytonic|Σοῦδα, also polytonic|Σουΐδας, Suidas ) is a massive 10th century Byzantine Greek historical encyclopedia of the ancient Mediterranean world. It is an encyclopedic lexicon with 30,000 entries, many drawing from… …   Wikipedia

  • Δαμάσκιος — (μέσα 5ου – μέσα 6ου αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από τη Δαμασκό. Ήταν ο τελευταίος σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας. Όταν έκλεισε η σχολή (529), αυτοεξορίστηκε μαζί με τον Σιμπλίκιο και άλλους στην Περσία (531), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …   Dictionary of Greek

  • ГЕОРГИЙ АКРОПОЛИТ — [греч. Γεώργιος ὁ ᾿Ακροπολίτης] (2 я пол. 1217, К поль 1282), визант. историк, ритор, поэт, богослов, гос. деятель, дипломат и военачальник. Из семьи, принадлежавшей к столичной гражданской знати. В К поле окончил школу грамматики и 16 летним… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”